- χωρημάτιον
- χωρ-ημάτιον, τό, Dim. of foreg., Ps.-Callisth.1.6.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χωρημάτιον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χωρημάτιον — τὸ, Μ [χώρημα, ήματος] υποκορ. μικρός κοιτώνας, κοιτωνίσκος … Dictionary of Greek